- επιδημιουργοί
- έπιδημιουργοί, οἱ (Α)τίτλος αρχόντων που στέλνονταν κάθε χρόνο από τις δωρικές μητροπόλεις στις αποικίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδημιουργοί — masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδημιουργούς — ἐπιδημιουργοί masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)